ἐκθύω

ἐκθύω
ἐκ-θύω [pron. full] [ῡ],
A sacrifice,S.El.572,E.Cyc.371(lyr.); destroy utterly, Id.Or.191 (lyr.):—[voice] Med., ἐχθυσεῦνται ([dialect] Dor.[tense] fut.)

τὰ ἱερά SIG 1106.65

([place name] Cos).
2 [voice] Med., atone for, expiate by offerings, c.acc. rei,

ἄγος Hdt.6.91

;

τὰ ἀναγκαῖα Iamb.Myst.9.3

(leg.ἐκλ-) : c. acc. pers., propitiate, appease,

τινὰ μακάρων E.Fr.912.12

(anap.) : abs., make atonement, ὑπέρ τινος (thing or person) Thphr.HP5.9.8, Plu.Alex.50, D.C.41.14
;

τοῖς θεοῖς Str.6.2.11

.
3 [voice] Med., avert by sacrifices,

τὰ εἱμαρμένα Iamb.Myst.9.3

.
II break out as heat or humours, Hp. Liqu.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκθύω — (I) ἐκθύω (Α) 1. προσφέρω εξιλαστήρια θυσία 2. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω 3. μέσ. α) (με αιτ. πράγμ.) εξιλεώνω, εξαγνίζω («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. ἄγος] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», Ηρόδ.) β) (μέσ. με αιτ. προσ.) καταπραΰνω, εξευμενίζω… …   Dictionary of Greek

  • εκθύζω — ἐκθύζω (Α) εκθύω …   Dictionary of Greek

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”